Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Αιχμαλωσία, 2005, χάραξη σε plexiglass και ξύλο, 102x82 εκ.


Πρόσκληση για την έκθεση του Serhad Bapir

Αναγέννηση, 2005, λινόλεουμ και κολλαγραφία, 32x32 εκ.




Έκθεση χαρακτικής του Serhad: Ακυρώνοντας τη λήθη



Τ Ε Χ Ν Ο Χ Ω Ρ Ο Σ
α ί θ ο υ σ α τ έ χ ν η ς
Λ ε μ π έ σ η 4 & Μακρυγιάννη, 117 42 Αθήνα
τηλ/fax 2109228370 e-mail : info@haraktes.org
http://www.haraktes.org/


Την Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008 στις 8 το βράδυ, θα πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης του Χαράκτη Serhad (Σερχάτ) με τον τίτλο:

Ακυρώνοντας τη Λήθη

Ο Serhad Tseliker Bapir γεννήθηκε στο Κουρδιστάν. Το 1984 διέφυγε στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε, ως πολιτικός πρόσφυγας. Το 1992 αποφοίτησε από το τμήμα ζωγραφικής της Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. ενώ το 2007 πήρε το πτυχίο της Χαρακτικής.
Το έργο του είναι έντονα πολιτικοποιημένο, γεμάτο προσωπικά βιώματα Αυτό υποστηρίζει και ο ίδιος λέγοντας ότι «Η προσέγγιση του παρελθόντος, σε χαμένο τόπο και χρόνο, είναι ένα δύσκολο επιχείρημα. Σύμφωνα με μια άποψη, τα πράγματα που είναι περασμένα, είναι άχρηστα και ξεπερασμένα. Εγώ δεν συμφωνώ με αυτήν την άποψη. Τουλάχιστον, η τέχνη έρχεται και διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο πάνω σε αυτό που ονομάζουμε μνήμη. Αντί το παρελθόν ενός ατόμου ή ακόμα ενός ολόκληρο έθνους να είναι μια διαρκής πληγή, είναι ευχής έργου να είναι η δεξαμενή εμπειριών, ιδεών και γνώσης. Εξάλλου κανείς πρέπει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και πρωτίστως με το παρελθόν του. Η μνήμη είναι ένα καλό εφόδιο για να κατανοήσουμε το σήμερα. Είναι σαν ένα βέλος πάνω στο τόξο, όσο το τραβάς προς τα πίσω, τόσο θα είναι σε θέση να πεταχτεί μακριά, στο παρόν και το μέλλον. Αυτή η προσέγγιση στον χαμένο χθες, μέσω της τέχνης της χαρακτικής, για έναν πολιτικό πρόσφυγα από το Κουρδιστάν, είναι μια εξάσκηση μνήμης ενάντια στη λήθη, είναι η επιβεβαίωση για το σήμερα και ένα πεδίο έρευνας για το αύριο. Με αυτό τον τρόπο η τέχνη γίνεται μέρος της ψυχικής του αντίστασης και λειτουργεί θεραπευτικά.»

Από την δική της πλευρά, η Ιστορικός Τέχνης, Ελένη Κάρτσακα, γράφει για το χαρακτικό του έργο ότι «…καταφεύγει διαρκώς στον ποταμό της μνημοσύνης για να ανασύρει εικόνες φυλαγμένες με ιδιαίτερη προσοχή και ευλάβεια. Εικόνες που παραθέτει με ειλικρίνεια, ευθύτητα αλλά και σύνεση επιχειρώντας όχι απλά μια νοσταλγική αναπόληση αλλά μια πραγματική τεκμηρίωση της ταυτότητάς του. Αυτή η ζωτική ανάγκη τεκμηρίωσης μετουσιώνει κάθε επιμέρους δημιουργία σε μοναδικό μνημείο που αντιπαλεύει τη λήθη, σπονδή στη συλλογική μνήμη, πολύτιμο αλφαβητάρι για αναλφάβητους που επιθυμούν να διδαχθούν την ιστορία, έτσι που το συνολικό του έργο παύει να αποτελεί απλή καταγραφή κάποιας προσωπικής ιστορίας και μεταμορφώνεται σε εικονογραφική εποποιία που εξιστορεί τη συνέχεια του λαού του μέσα στο χρόνο.
Για το λόγο αυτό και παρά τις όποιες παρεκκλίσεις και αναζητήσεις στο πεδίο του αφηρημένου, η τέχνη του Σερχάτ παραμένει παραστατική με μια ιδιαίτερη αγάπη στο συμβολισμό. Η συμβολιστική του, που δεν αποτελεί δάνειο αλλά προέρχεται και εκφράζει δικά του βιώματα, χρησιμοποιείται με σταθερότητα και επιμονή αλλά ταυτόχρονα με σύνεση και λεπτή αίσθηση του μέτρου η οποία προφυλάσσει από την υπερβολή και τον κορεσμό. Τα σύμβολα κάνουν διαρκώς αισθητή την παρουσία τους στο έργο του. Συχνά εμφανίζονται εκεί που δεν τα περιμένεις, συνήθως μετά από μια δεύτερη προσεκτικότερη ανάγνωση. Δεν θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή να πούμε πως η γλώσσα των συμβόλων αγκαλιάζει σαν λεπτό αργυρό δίχτυ όλο του το έργο επιτρέποντας τη συνοχή και τον δημιουργικό διάλογο μεταξύ των έργων του. Έτσι παρόλο που ο καλλιτέχνης επιλέγει τα σύμβολα ανάλογα με τις ιδιαίτερες, κάθε φορά, εκφραστικές του ανάγκες, πάντα καταφέρνει -εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά τους- να λειτουργούν μονοσήμαντα, να τα μετατρέπει σε φορείς και πομπούς συγκεκριμένων μηνυμάτων χωρίς αυτό να σημαίνει υπαναχώρηση σε σχέση με το σημαντικότερο μέλημα του δημιουργού, δηλαδή τον τρόπο ενσάρκωσης της ιδέας.»


Ο Σερχάτ εργάζεται από το 1997 στην Μέση Εκπαίδευση. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (E.E.T.E), του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος (Σ.ΚΕ.Τ.Β.Ε) και της Ένωσης Ελλήνων Χαρακτών (Ε.Ε.Χ). Είναι η 6η του ατομική έκθεση, ενώ δουλειά του έχει παρουσιάσει και σε δεκάδες ομαδικές («3rd Egyptian International Print Trienale», Αίγυπτος, Galerija-Dom Kulture, Belgrad, Σερβία, «Αστικά Τοπία», Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, «Η Ελληνική Χαρακτική Σήμερα», Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη κ.ά).Αρκετά από τα έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Η έκθεση θα έχει διάρκεια από 5 Νοεμβρίου έως 6 Δεκεμβρίου 2008.
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη- Παρασκευή: 18:00-21:00
Σάββατο: 12:00-15:00 Κυριακή και Δευτέρα κλειστά

Περισσότερες πληροφορίες για τον καλλιτέχνη και τη δουλειά του μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα http://serhadart.blogspot.com

Πρόσφυγες στην Μεσόγειο, 2001 οξυγραφία, 32χ24,5 εκ.


Πόλη 3, 2005, λινόλεουμ και κολλαγραφία, 32x32 εκ.


Σερχάτ- Ταξίδι στην Τέχνη της Χαρακτικής

Πάνε πολλά χρόνια τώρα που γνωρίζω το Σερχάτ. Ίσως δεκαπέντε αν η μνήμη μου δεν με απατά. Πρώτα ήταν φοιτητής του Εργαστηρίου του Μίμη του Κοντού και μετά πήρε το δεύτερό του πτυχίο στη χαρακτική. Δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός και θα πω πως η χαρακτική κέρδισε τελικά το Σερχάτ. Ίσως γιατί πιστεύω ότι τελικά αυτός ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος για τον ίδιο να εκφραστεί. Και πιστέψτε με ο Σερχάτ έχει πολλά να μας πει. Και για ό,τι μιλάει το έχει βιώσει. Οι ιστορίες του δεν είναι ψεύτικες. Είναι αληθινές όσο είναι αληθινό το αλάτι του Αιγαίου και η σκόνη από το χώμα του Κουρδιστάν. Γιατί ο Σερχάτ γεννήθηκε σε κείνο τον τόπο, τον πολύπαθο που προσπαθεί να αποκτήσει εδώ και καιρό την κρατική του οντότητα.
Όταν ο Σερχάτ ήρθε στο εργαστήριο χαρακτικής ήδη είχε διαμορφωμένο έναν αισθητικό ορίζοντα τον οποίο μεγάλωσε με τις καινούργιες γνώσεις που του πρόσφερε η χαρακτική. Γνώσεις τεχνικής αλλά και αισθητικής αντίληψης ανάλογων με τις ποιότητες που προσφέρει η χαρακτική. Είχε επιλέξει εδώ και καιρό το εικαστικό του λεξιλόγιο που είναι προσανατολισμένο στην εικόνα και τη δυναμική της. Σε μία δυναμική που δεν αφήνει περιθώρια αβεβαιότητας όσον αφορά την καθαρότητα του μηνύματος που στέλνει ο καλλιτέχνης στο θεατή. Η τέχνη του έχει χροιά καταγγελτική και πανανθρώπινη. Και αυτό γιατί οι ιστορίες που διηγείται είναι γεγονότα που συμβαίνουν ακόμα και σήμερα. Ο λόγος του μας αφυπνίζει, μας κρατάει σε εγρήγορση και μας επαναλαμβάνει ότι η ανθρώπινη σκέψη όταν εκφράζεται μέσω του καλλιτεχνικού συντακτικού, σκοπό έχει όχι το διάκοσμο αλλά την παιδεία της ψυχής και τη συμμετοχή της στο γίγνεσθαι που προτείνει. Οι εικόνες του είναι γεμάτες ευαισθησία νοσταλγία αλλά και όνειρα για ένα μέλλον. Οι τοπιογραφίες του έχουν ένα δραματικό στοιχείο που ο καθένας μας μπορεί να αναγνωρίσει , αφού τα χωριά που παρουσιάζει είναι γυμνά από την ανθρώπινη παρουσία.
Ο καλλιτέχνης συνεχίζει το ταξίδι του. Από τον ελληνικό χώρο όπου ζει και δημιουργεί μας ταξιδεύει μαζί με τη δική του σκέψη και μας γνωρίζει σε πραγματικότητες που ίσως ποτέ δε θα θέλαμε να δούμε και να γνωρίσουμε. Για κείνον το ταξίδι είναι χρέος , για μας πρέπει να είναι προσκύνημα.

Ξενής Σαχίνης
Αν. Καθηγητής Χαρακτικής Α.Π.Θ.
Απρίλιος 2008

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Διάλογος του Σερχάτ Τσελικέρ Μπαπίρ (Serhad) για την χαρακτική του με τον Βασίλη Ιωαννίδη *

Βασίλης Ιωαννίδης: Σερχάτ να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Διαβάζουμε στο βιογραφικό σου: Ο Σερχάτ γεννήθηκε στο Κουρδιστάν το 1964 και από το 1984 ζει στην Ελλάδα, «όπου κατέφυγε σαν πολιτικός πρόσφυγας». Η επισήμανση με τα εισαγωγικά είναι δική μου προσθήκη, δεν αναφέρεται στο βιογραφικό και την θεωρώ απαραίτητη για την μελέτη, και την σωστή προσέγγιση του έργου σου. Σκιαγράφησέ μας συνοπτικά τα χρόνια που έζησες στο Κουρδιστάν και τη σχέση που είχες με τη ζωγραφική τα χρόνια εκείνα.

Serhad: Γεννήθηκα στο Κουρδιστάν και όπως σημειώνω και στο δίγλωσσο κατάλογο με τα χαρακτικά μου «Χαρακτική Σερχάτ», το 1984 διέφυγα στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινα, ως πολιτικός πρόσφυγας.
Στο Κουρδιστάν έμεινα μέχρι τα 19 μου χρόνια˙ έπειτα λόγω της πολιτικής μου δράσης υπέρ του κουρδικού εθνικού απελευθερωτικού κινήματος, αναζητήθηκα από την τουρκική χούντα. Εγκατέλειψα την πατρίδα μου και έζησα περίπου ενάμισυ χρόνο ως καταζητούμενος στην Τουρκία.
Την βασική και μέση εκπαίδευσή μου πήρα στα τουρκικά σχολεία, στη γενέτειρα πόλη μου το Tetwan του Κουρδιστάν. Τότε, όπως και σήμερα, η διδασκαλία στην μητρική μου γλώσσα στα κουρδικά απαγορευόταν. Αυτή η απαγόρευση στοχεύει αρχικά στην γλωσσική και μετέπειτα στην εθνική αφομοίωση των Κούρδων. Για μας η γνωριμία με το «κρυφό σχολειό» ξεκίνησε από πολύ νωρίς, καθώς διαβάζαμε παράνομα τα κουρδικά αλφαβητάρια που ήταν απαγορευμένα σύμφωνα με τους άδικους τουρκικούς νόμους. Να μιλάς με πείσμα την μητρική σου γλώσσα και επιπλέον να την μαθαίνεις και γραπτά, τότε όπως και σήμερα, ήταν μεγάλη ανυπακοή στις τουρκικές κατοχικές αρχές.
Το Tetwan πριν μερικές δεκαετίες ήταν μια πόλη με 40 χιλιάδες κατοίκους, όμως εξαιτίας της καταστροφής 3.500 κουρδικών χωριών από το τουρκικό στρατό, ο πληθυσμός της σήμερα έχει διπλασιασθεί. Είμαστε 12 αδέλφια και η πολιτική δράση, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες οικογένειες, έχει σημαδέψει όλα τα μέλη της οικογένειάς μου. 6 αδέλφια βρισκόμαστε στη Δυτική Ευρώπη από τα οποία οι 4 είναι πολιτικοί πρόσφυγες.
Η πρώτη επαφή μου με την ζωγραφική ξεκίνησε στο Κουρδιστάν σε πολύ μικρή ηλικία, αλλά για αυτό θα μιλήσω λίγο παρακάτω.

Β. Ιωαννίδης: Εν πολλοίς η τέχνη του Κουρδιστάν μας είναι άγνωστη. Δώσε μας κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία της, ένα αδρό πλαίσιο και κυρίως αν αυτή επέδρασε στην εικαστική έκφρασή σου και με ποιόν τρόπο.


Serhad: Το Κουρδιστάν είναι μια χώρα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απαρχή της γεωργίας, την εξημέρωση των ζώων και την εγκατάσταση των ανθρώπων σε κατοικίες. Σε αυτή την περιοχή αναπτύχθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί όπως των Mitani, Urartou, Hurri, Med. Για παράδειγμα, η πόλη Hewlêr (Αρβύλα) θεωρείται σήμερα μια από τις πιο σπάνιες πόλεις παγκοσμίως, όπου επί 9.000 χρόνια οι άνθρωποι είναι συνεχώς εγκαταστημένοι εκεί.
Όμως για να κατανοήσουμε την τέχνη του Κουρδιστάν πρέπει πρώτα να δούμε το ιστορικό και θρησκευτικό πλαίσιο του Κουρδιστάν στο παρελθόν. Οι περισσότεροι Κούρδοι στο διάστημα του 7ου έως 10ου αιώνα εξισλαμίσθηκαν βίαια. Παρότι οι Κούρδοι κρατάνε έως σήμερα στα ήθη και έθιμά τους πάρα πολλά στοιχεία από την αρχαία θρησκεία τους τον Ζωροαστρισμό, και ένα ποσοστό 4-5% των Κούρδων είναι συνεχιστές αυτής της θρησκείας (Êzıdi), η απαγόρευση της αναπαράστασης ανθρώπινων ή τυχόν θεϊκών μορφών στο Ισλάμ, επηρέασε ριζικά και την κουρδική κοινωνία.
Ό, τι απαγορευόταν καταστράφηκε. Ευδοκίμησε όμως ένα είδος φυτικής και γεωμετρικής διακοσμητικής που την συναντάμε κυρίως σε ισλαμικούς ναούς, στα κτήρια των ιεροδιδασκαλείων, σε παλάτια και σε περίτεχνα χειρόγραφα. Επίσης να προσθέσω και ένα είδος ζωγραφικής, μικρογραφίας με ανατολικές και ινδικές επιρροές. Στις μικρογραφίες αυτές βλέπουμε τους ανθρώπους σε διάφορες δραστηριότητες, όπως σκηνές πολέμου, κυνηγιού, ερωτικά ή ηρωικά έπη κλπ. σε περιβάλλοντα χώρο. Αυτές οι μικρογραφίες ήταν κυρίως μέρος των εικονογραφικών προγραμμάτων των χειρογράφων των προηγούμενων αιώνων και τώρα βρίσκονται σε συλλογές των διαφόρων μουσείων των δυτικών κρατών. Ήδη από τον 16ο αιώνα είναι γνωστά κάποια ονόματα Κούρδων καλλιτεχνών και συλλεκτών των μικρογραφιών και των χειρογράφων.
Από την άλλη μεριά επειδή θεωρήθηκαν ως ειδωλολατρικά σύμβολα, ένα μεγάλο μέρος της πλαστικής τέχνης καταστράφηκε. Διασώθηκαν όμως πάρα πολλά, κυρίως ανάγλυφα, από την εποχή των Μηδών με παραστάσεις από βασιλείς, πολεμικές σκηνές και θρησκευτικές τελετές των Ζωροαστρών πάνω στους κομμένους μεγάλους βράχους, καθώς επίσης και το θαυμάσιο διεθνούς επιπέδου συγκρότημα των γιγάντιων γλυπτών με ποικίλες θεότητες από το βασίλειο Kommagene σε ύψος 2000 μέτρων στο βουνό του Nemrûd που χρονολογούνται από την εποχή 1ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον υπάρχουν σε τείχη, πύργους και παλάτια αρκετών αρχαίων και μεσαιωνικών πόλεων σημαντικά ανάγλυφα κυρίως ζωικών και φυτικών μορφών. Θαυμάσια είναι και ψηφιδωτά από τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια της ελληνιστικής αλλά κυρίως της ρωμαϊκής περιόδου. Οι πρόσφατες «διασωστικές» ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν σε ένα μέρος μόνο της αρχαίας πόλη Zeugma, λίγο πριν να βυθισθεί στην Άδητα των τεραστίων φραγμάτων που έχτισε το τουρκικό κράτος πάνω στον Ευφράτη ποταμό, έφεραν στο φως σπουδαία ψηφιδωτά σε παγκόσμια κλίμακα.
Σημαντικοί είναι και οι ιεροί ναοί των Êzıdi με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και ποικίλα θρησκευτικά σύμβολα όπως ο Άγγελος - Παγώνι. Σε όλα αυτά να συμπεριλάβουμε εικόνες και ανάγλυφα γλυπτά από τις παραδόσεις των χριστιανών κατοίκων του Κουρδιστάν όπως Αρμένιους, Ασύριους και ακόμα τους λιγοστούς Κούρδους της χριστιανικής και ιουδαϊκής θρησκείας.
Επειδή οι Κούρδοι δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ακόμη το δικό τους κράτος, όλη αυτή η πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται στο έλεος των κατοχικών δυνάμεων της Τουρκίας, Ιράν, Συρίας και ως ένα βαθμό και του Ιράκ.
Από την άλλη πλευρά στο Κουρδιστάν μέχρι πριν από 70-80 χρόνια δεν υπήρχε κάτι που να έχει άμεση σχέση με τη ζωγραφική ούτε υπήρχαν ζωγράφοι αν εξαιρέσουμε βέβαια την κουρδική λαϊκή τέχνη όπως τη συναντάμε στα μοτίβα των παραδοσιακών χαλιών, στις περίτεχνες τσόχες, στις θήκες για τα δημητριακά, στα καλαμένια χωρίσματα των νομάδων, στα περίτεχνα πλεκτά από μαλλί βαμμένα με φυσικές βαφές και σε κάποιες μορφές που είναι ριζωμένες στη κουρδική προφορική παράδοση όπως η μορφή της Şahmaran (που έχει γυναικείο κεφάλι και πολλαπλά άκρα με σχήμα φιδιού). Οι πρώτοι ζωγράφοι είναι ίσως αυτοδίδακτοι ή απόφοιτοι των παιδαγωγικών ακαδημιών, και μετέπειτα των Σχολών Καλών Τεχνών της Βαγδάτης, Δαμασκού, Κωνσταντινούπολης και Τεχεράνης.
Ένα μέρος των καλλιτεχνών αυτών για να μην διακινδυνέψουν την «καλλιτεχνική τους σταδιοδρομία» αποσιώπησαν την κουρδική τους καταγωγή, καθώς απαγορευόταν να δηλώσεις το αυτονόητο, αυτό που είσαι. Τα τελευταία 40-50 χρόνια όμως συναντάμε σημαντικούς καλλιτέχνες που έχουν αποφοιτήσει από τις προαναφερόμενες Σχολές Καλών Τεχνών καθώς από Σ.Κ.Τ. σημαντικών Ευρωπαϊκών χωρών. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τους Κούρδους εικαστικούς καλλιτέχνες από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες.
Εδώ και αρκετά χρόνια λειτουργούν 2 Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών στο ελεύθερο τμήμα του Κουρδιστάν, στις πόλεις Hewlêr και Suleymaniye˙ υπάρχουν επίσης άλλες 8 Ανώτερες (5 χρόνια μετά από το γυμνάσιο) Σχολές Τεχνών σε άλλες πόλεις. Σε αυτό το τμήμα του Κουρδιστάν δραστηριοποιούνται ήδη σημαντικοί καλλιτέχνες. Με την εδραίωση της δημοκρατίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, πιστεύω ότι η τέχνη θα έχει καλύτερο μέλλον εκεί.
Πρώτη φορά όταν ήμουν 11 ή 12 χρονών είδα κάποιους Κούρδους ζωγράφους στο Tetwan. Αυτοί ήσαν κυρίως απόφοιτοι των παιδαγωγικών ακαδημιών και εργάζονταν και ως καλλιγράφοι για την φιλοτέχνηση των πινακιδίων των καταστημάτων. Αυτή η ομάδα καλλιτεχνών επειδή είχαν επαναστατικές και πατριωτικές απόψεις και δράσεις, βρισκόταν στο κέντρο της προσοχής μου. Στα έργα τους ζωγράφιζαν τους Κούρδους χωρικούς, όψεις των χωριών καθώς και προσωπικότητες των Κούρδων όπως τον Yılmaz Guney που μόλις είχε καταδικασθεί σε πολυετή φυλάκιση από το τουρκικό καθεστώς.
Δεν γνωρίζω αν αυτοί μου δώσανε τα πρώτα εναύσματα, αλλά μπορώ να πω ότι η καλλιτεχνική μου γλώσσα δημιουργήθηκε σταδιακά κατά την διάρκεια των σπουδών μου στην Ελλάδα και βρίσκεται σε εξέλιξη.

Β. Ιωαννίδης: Πρώτα ερεθίσματα, πρώτα βήματα στην ζωγραφική πότε και ποια; Ρίζες, πηγές. Ο ρόλος της οικογένειας. Υπήρχε οικογενειακή παράδοση με καλλιτεχνική παιδεία ή ήταν ένα ατομικό ξεκίνημα και μια μοναχική πορεία;

Serhad: Η σχέση μου με την ζωγραφική ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια του δημοτικού. Ο μεγάλος μου αδελφός που πήγαινε στο γυμνάσιο ζωγράφιζε πολύ ωραία, ακόμα και με λάδια. Πρώτη φορά τότε ανακάλυψα πως είχα την ικανότητα να σχεδιάζω. Στο δημοτικό υπήρχε το μάθημα της ζωγραφικής, αλλά μόνο στο γυμνάσιο και λύκειο δίδασκε ένας καθηγητής της ειδικότητας αυτής. Παρόλο που ήμουνα πολύ καλός μαθητής, ο κόσμος απορούσε γιατί ασχολούμουν με κάτι τόσο άχρηστο όπως η ζωγραφική, καθώς και στο Κουρδιστάν είχαν «μάθει» ότι οι ζωγράφοι πεθαίνουν από την πείνα ή αυτοκτονούν.
Την περίοδο εκείνη ζωγράφιζα με φθηνά υλικά, πολλές φορές με μολύβια για σχέδιο ή ακόμα και με οικοδομικά χρώματα όχι για να αναδειχθώ ως καλλιτέχνης, αλλά περισσότερο για να δείξω στους καθηγητές και στους φίλους μου πως όποτε θέλω είμαι ικανός να ζωγραφίζω καλά. Από αυτήν την περίοδο δεν νομίζω ότι έχει διασωθεί καμία εργασία μου.
Η ζωγραφική για μας έχει γίνει πλέον «οικογενειακή υπόθεση». Ίσως ο μεγάλος μου αδελφός, ο οποίος σπούδασε ιατρική και έγινε γιατρός επανασυνδεθεί κάποτε με την ζωγραφική, αλλά στα υπόλοιπα αδέλφια είχε περάσει πλέον αυτό το ευγενικό μικρόβιο της τέχνης. Πρέπει να προσθέσω ότι μετά το θάνατο του πατέρα μου πέρσι το φθινόπωρο, έμαθα πως στην νεότητά του ήταν ένας ικανότατος καλλιγράφος και μικρογραφίστας των πρωτογραμμάτων και της διακόσμησης με περίτεχνα μοτίβα λογοτεχνικών και θρησκευτικών κειμένων. Στο μέλλον ελπίζω να βρω την δυνατότητα να δω μερικά από αυτά τα χειρόγραφα που έχει στην κατοχή του ένας θείος μου.
Σήμερα μπορώ να πω ότι στα οχτώ αδέλφια μου έχω εντοπίσει λίγο ή πολύ το ταλέντο στη ζωγραφική. Ένας αδελφός μου, ο Amed που σπούδασε την Σχολή Καλών Τεχνών στο Κουρδιστάν, όταν αναζητήθηκε από το τουρκικό δικτατορικό καθεστώς, διέκοψε τις σπουδές του και διέφυγε στην Σουηδία. Η αδελφή μου η Gulageş ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Τουρκία, εργάζεται στην μέση εκπαίδευση και συγχρόνως είναι και ενεργός καλλιτέχνης. Η αδελφή μου Laleş που σπούδαζε φιλολογία στα Diyarbekır πριν προσχωρήσει στο κουρδικό αντάρτικο, εδώ και 10 χρόνια εκτίνει ισόβια ποινή στις τουρκικές φυλακές στο Κουρδιστάν. Η ζωγραφική για αυτήν είναι ένα μέρος ψυχικής αντίστασης στα κάτεργα του τουρκικού δικτατορικού καθεστώτος που στοχεύει την εξόντωση των πολιτικών κρατουμένων.

Β. Ιωαννίδης: Πέρα από τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα στο Κουρδιστάν ενημερώνεσαι για την εξέλιξη της τέχνης στην πατρίδα σου και πώς λειτουργούν, τι επιπτώσεις έχουν στην δημιουργία σου όλες αυτές πληροφορίες; Έστω και από μακριά αναπτύσσεται ένας προσωπικός διάλογος, μια συνομιλία με την παρούσα τέχνη στο Κουρδιστάν ή το έργο σου στηρίζεται κυρίως στις βιωματικές εμπειρίες του παρελθόντος, στη νοσταλγία και στη μνήμη, αντιμετωπίζοντας το παρόν με έναν τρόπο διαθλασμένο;

Serhad: Η προσφυγιά για πάρα πολλά χρόνια ήταν και εξακολουθεί και τώρα να είναι ένα σημαντικό εμπόδιο στις επαφές και στις σχέσεις μου με τους Κούρδους καλλιτέχνες. Σήμερα έχω σχέσεις με αρκετούς Κούρδους καλλιτέχνες και η τέχνη τους μου είναι αρκετά γνωστή. Αυτό χάρη στις δυνατότητες που μας προσφέρει το Internet. Πρόπερσι ύστερα από 23 χρόνια προσφυγιάς μπόρεσα να επισκεφτώ το σπίτι και την πατρίδα μου. Τον Δεκέμβριο του 2006 ήμουνα ανάμεσα στους προσκεκλημένους από την Ευρώπη του 1ου Φεστιβάλ των Εικαστικών Τεχνών του Duhok του ελεύθερου τμήματος του Κουρδιστάν. Κατά την διάρκεια της οχταήμερης παραμονής μου εκεί, βρήκα την ευκαιρία να μάθω περισσότερα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Ανταλλάξαμε απόψεις και παρουσίασα, έστω και ψηφιακά, ένα μέρος της δουλειάς μου.
Πολλά χρόνια τώρα στα κουρδικά έντυπα που τυπώνονται στο Κουρδιστάν, στη Τουρκία και στην διασπορά δημοσιεύονται τα έργα μου, τα κείμενά μου για την τέχνη και τον πολιτισμό, την πολιτική και πραγματοποιούνται συνεντεύξεις μαζί μου. Τα τελευταία 4-5 χρόνια έχουν προστεθεί σε αυτές τις δημοσιεύσεις και οι κουρδικές ιστοσελίδες στο Internet. Σήμερα έχω 2 blog ένα στα κουρδικά και ένα στα ελληνικά. Σε αυτά συγκεντρώνω όλα τα κείμενα που έχω γράψει, κριτικές για το έργο μου, συνεντεύξεις μου και βέβαια δημοσιεύω και μέρος της ζωγραφικής και της χαρακτικής μου.
Το καλλιτεχνικό έργο μου αντλεί δύναμη από τα βιώματα και από τις ρίζες μου, όμως ταυτόχρονα βρίσκεται και σε ένα συνεχή διάλογο με τις κατακτήσεις της δυτικής τέχνης. Προσπαθώ να μετατρέψω τον πόνο της καταπίεσης και της προσφυγιάς σε δύναμη της τέχνης μου, αλλά ταυτόχρονα έχω επίγνωση του κινδύνου ώστε να μη εγκλωβιστώ στην μίζερη πραγματικότητα της προσφυγιάς. Κρατώντας ανοιχτούς τους ορίζοντές μου, προσπαθώ να εκμεταλλευτώ την γνώση που αποκόμισα από τις σπουδές μου αλλά να μάθω και για αυτά που γίνονται σήμερα στο δυτικό κόσμο.
Οι βιωματικές μου εμπειρίες είναι εμφανείς περισσότερο στην χαρακτική παρά στην ζωγραφική μου, παρόλο που οι δυο αυτές εικαστικές γλώσσες βρίσκονται σε συνεχή διάλογο και αλληλοδανείζονται εικαστικές λύσεις στην περίπτωσή μου.
Όπως προανέφερα, στο σύγχρονο Κουρδιστάν οι εικαστικές τέχνες δεν έχουν μεγάλο βάθος χρόνου, ενώ υπάρχουν ελάχιστοι χαράκτες. Αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά ως μειονέκτημα, που όντως είναι για ένα τόσο μεγάλο έθνος, προσωπικά με βοήθησε ώστε να μη έχω πρότυπα και να μην ακολουθήσω περπατημένους δρόμους. Οι επιρροές μου είναι κυρίως από προσωπικές αφομοιώσεις και το φιλτράρισμα της δυτικής τέχνης, μέρος της οποίας είναι και η νεοελληνική τέχνη.

Β. Ιωαννίδης: 1987-1992 σπουδές ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Το 1984 έρχεσαι στην Ελλάδα και το 1987 μπαίνεις στη Σχολή. Μίλησέ μας για αυτή την τριετή περίοδο προσαρμογής, τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπισες αλλά και για τα όνειρά σου, τους υψηλούς στόχους που έθεσες και την θέλησή σου να τους πραγματοποιήσεις.


Serhad: Το 1984 που ήρθα στην Ελλάδα, οι μνήμες από την ελληνική χούντα ήσαν ακόμα νωπές. Παρόλο που οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν απολάμβαναν καμία μέριμνα ανάλογη του επιπέδου των δυτικών χωρών, ο ελληνικός λαός είχε μια θετική στάση για αυτούς. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, πέρα από την μητρική μου γλώσσα τα κουρδικά δεν ήξερα άλλη ξένη γλώσσα εκτός από τα τουρκικά τα οποία μας μάθαιναν με την βία στα τουρκικά σχολεία στο Κουρδιστάν για να ξεχάσουμε τα κουρδικά. Έλπιζα και σχεδίασα να παραμένω για λίγο χρόνο στην Ελλάδα, προκειμένου να γυρίσω πίσω στον αγώνα.
Όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως είχα σκεφθεί. Λίγο αργότερα πήρα υποτροφία για σπουδές από το Κουρδικό Ινστιτούτο του Παρισιού και για να μάθω καλύτερα την ελληνική γλώσσα και να προετοιμαστώ για τις μελλοντικές σπουδές μου ήρθα στην Θεσσαλονίκη. Την χρονιά 1985-1986 σπούδασα στο Σχολείο Νεοελληνικής Γλώσσας στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.
Στην νεοϊδρυθείσα τότε Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, πέρα από τους τρεις φοιτητές από της μακρινές Σεϊχέλες δεν υπήρχαν άλλοι ξένοι φοιτητές. Υπήρχαν και καμιά δεκαριά Κύπριοι. Μετά την εισαγωγή μου, στο πρώτο έτος είχα γραφεί στο εργαστήριο του Μίμη Κοντού και μετά συνέχισα στο εργαστήριο του Βαγγέλη Δημητρέα. Η σχολή τότε με τα λιγοστά εργαστήριά της λειτουργούσε σε κτήρια προκάτ στην πανεπιστημιούπολη και σε ένα μικρό κτήριο στην οδό Παύλου Μελά. Ο αριθμός των φοιτητών ήταν μικρός και υπήρχε ένα ζεστό κλίμα μεταξύ των φοιτητών.
Για εξίμισυ χρόνια έμενα στην φοιτητική εστία του Ε.Ι.Ν. στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης σε ένα δωμάτιο 6 τετραγωνικών μέτρων, παρόλα αυτά, τα τελευταία 2,5 χρόνια των σπουδών μου (δηλαδή τα έτη 1990-1992) σε μένα όπως και σε άλλους Κούρδους φοιτητές ασκήθηκε έντονη πίεση από την διεύθυνση των εστιών για να παραδώσουμε τα δωμάτια που μας είχαν πρωτύτερα παραχωρήσει νόμιμα. Θυμάμαι πως ετοιμάστηκα στην πτυχιακή μου εργασία σε συνθήκες δύσκολες κάθε εβδομάδα βάζανε ειδοποιήσεις κάτω από την πόρτα μου για να εγκαταλείψω το δωμάτιο. Παράλληλα με τις σπουδές μου, για να τα βγάλω πέρα οικονομικά δούλευα και ως ελαιοχρωματιστής σε οικοδομές.
Επειδή δεν είχα αποκτήσει ακόμα την ελληνική υπηκοότητα και η απόκτησή της με βάση τα ελληνικά δεδομένα ήταν επίπονη και δύσκολη υπόθεση, δεν σκεφτόμουν να παραμείνω στην Ελλάδα μετά το τέλος των σπουδών μου. Τότε, 2 αδέλφια μου που ζούσανε στη Σουηδία και ένας άλλος στην Γερμανία με συμβούλευαν να πάω να εγκατασταθώ κοντά τους καθώς οι συνθήκες διαβίωσής μου στην Ελλάδα δεν ήταν και τόσο καλές. Όμως σαν χαρακτήρας δεν μού αρέσει να εγκαταλείπω κάτι που έχω αρχίσει πριν το ολοκληρώσω, έτσι την προοπτική να ζήσω στην Δυτική Ευρώπη την άφησα για μετά το τέλος των σπουδών μου.
Εντωμεταξύ προς το τέλος των σπουδών μου γνωρίστηκα με την μελλοντική σύζυγο μου. Αυτή ήταν η πιο σημαντική αιτία για την παραμονή μου στην Ελλάδα.
Όπως οι περισσότεροι οι φοιτητές τότε, έτσι και εγώ δεν σκεπτόμουνα καθόλου να διδάξω στην εκπαίδευση και έλπιζα πως μόνο με την τέχνη μου θα μπορούσα να συντηρήσω τον εαυτό μου. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι, ιδιαίτερα μετά το γάμο και την απόκτηση των παιδιών μου και αφού είχα αποκτήσει επιτέλους και την ελληνική υπηκοότητα, η διδασκαλία στην εκπαίδευση ήταν σανίδα σωτηρίας για να τα βγάλουμε πέρα ως οικογένεια αλλά και για να συντηρήσω την τέχνη μου.

Β. Ιωαννίδης: 2001-2007, δέκα χρόνια περίπου αργότερα μετά το πτυχίο στη ζωγραφική, σπουδές στην χαρακτική στην ίδια Σχολή και απόκτηση και δεύτερου πτυχίου. Όμως ήδη, πολύ νωρίτερα, από τις 5 ατομικές εκθέσεις που πραγματοποίησες, οι 2 ήσαν εκθέσεις χαρακτικής, 1997 και 2001, και 1 ήταν μικτή, ζωγραφικής και χαρακτικής, το 1998, γεγονός που δηλώνει πως η χαρακτική κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο σου.
Πότε εκδηλώθηκε η ανάγκη να εκφραστείς καλλιτεχνικά με την χαρακτική, προηγήθηκε της ζωγραφικής, και τι ουσιαστικά σε ώθησε προς αυτή την κατεύθυνση;


Serhad: Η επαφή μου με την χαρακτική ξεκίνησε από τα πρώτα έτη των σπουδών μου, μέσα στα πλαίσια του υποχρεωτικού μαθήματος στο εργαστήριο της χαρακτικής. Τότε, ο Γιώργος Μήλιος ήταν καθηγητής στο εργαστήριο χαρακτικής. Στην χαρακτική βρήκα ένα πεδίο έκφρασης και απελευθέρωσης, μακριά από τις επιταγές και την ασφυξία της ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Σήμερα θεωρώ τον εαυτό μου ζωγράφο και χαράκτη, και όχι ζωγράφο ο οποίος που και που χαράζει ή χαράκτη που ξέρει να ζωγραφίζει. Τα τελευταία 6 χρόνια λόγω των σπουδών μου στην χαρακτική αναγκαστικά έδωσα περισσότερο βάρος σε αυτήν, αλλά συνέχιζα ταυτόχρονα και να ζωγραφίζω.
Πιστεύω πως μετά από τις σπουδές μου στην ζωγραφική, οι σπουδές μου στην χαρακτική με βοήθησαν πολύ στην δουλειά μου. Δεν ήταν μόνο η εκμάθηση και η τριβή με καινούργιες τεχνικές της χαρακτικής, αλλά ήταν και ένας καλός διάλογος με σπουδαίους καθηγητές και φοιτητές.
Όσο αφορά τις εκθέσεις, η χαρακτική λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων της όπως το να τυπώνεται πάνω σε χαρτί και να έχει πιο προσιτή τιμή ίσως να ήταν πιο εύκολο για μένα να κάνω περισσότερες εκθέσεις χαρακτικής παρά ζωγραφικής. Το χαρακτικό έργο μεταφέρεται πιο εύκολα, για παράδειγμα για την έκθεση που πραγματοποίησα στην Σουηδία απλώς πήρα τα χαρακτικά μου σε πασπαρτού μέσα σε ένα μεγάλο φάκελο και τις κορνίζες τις βρήκα έτοιμες εκεί.

Β. Ιωαννίδης: Τι θέση θεωρείς ότι κατέχει στο έργο σου η χαρακτική; Εκφράζεσαι καλύτερα με αυτήν, λειτουργεί συμπληρωματικά, παράλληλα με την ζωγραφική ή αυτοδύναμα; Τι ανάγκες καλύπτει που δεν καλύπτει η ζωγραφική;

Serhad: Πρέπει να πω πως ανάμεσα στην ζωγραφική και στην χαρακτική μου δεν υπάρχουν απροσπέλαστοι τοίχοι, το σχέδιο που παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην ζωγραφική, και στην περίπτωση της χαρακτικής επίσης έχει πρωταρχική σημασία. Δεν αγνοώ τη λειτουργία του χρώματος που υπάρχει σε αυτές τις δυο τέχνες και πόσο σημαντικό ρόλο παίζει.
Το χαρακτικό μου έργο είναι η προέκταση της ζωγραφικής μου αλλά και το αντίστροφο. Κάθε μια από τις τέχνες αυτές έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες, προπαντός η χαρακτική που έχει να κάνει περισσότερο με την χειρωνακτική εργασία και με διάφορες τεχνικές. Το σχέδιο όμως στο έργο μου παραμένει ο συνδετικός κρίκος που ενώνει και δίνει τις εικαστικές λύσεις σε αυτές τις δυο τέχνες. Τα χαρακτικά μου δεν είναι μια μεταφορά και αναπαραγωγή της ζωγραφικής μου στην χαρακτική όπως γινότανε στον 16Ο αιώνα ή ακόμα μέχρι και την ανακάλυψη της φωτογραφίας. Από την άλλη μεριά θεωρώ γελοίο πράγμα αυτό που γίνεται κατά κόρον στην Ελλάδα και αλλού εδώ και καιρό, δηλαδή η εκτύπωση σε αφίσες των ζωγραφικών έργων και η βάπτισή τους ως χαρακτική, κυρίως ως μεταξοτυπία.
Η χαρακτική ως ανεξάρτητη τέχνη παρόλο που πραγματοποιείται όπως η ζωγραφική σε δυο διαστάσεις εκ πρώτης όψεως μοιάζει με την ζωγραφική. Έχει όμως και κάποιες ιδιαιτερότητες, την τριβή με τα εργαλεία και τα υλικά της χάραξης που είναι πολύ σημαντικές και η ανακάλυψη αυτών των ιδιαιτεροτήτων γίνεται αβίαστα και σταδιακά, στην πορεία της δημιουργίας του έργου όλα τα πράγματα είναι ρευστά, μέχρι να τυπώσεις την μήτρα και ως τότε δεν είσαι τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα. Και πάλι μετά από κάποιες δοκιμές, έχεις την δυνατότητα να οδηγήσεις το έργο προς κάποια άλλη κατεύθυνση. Όλη αυτή η διαδικασία είναι επίπονη αλλά και γοητευτική.
Στην χαρακτική κάνεις κάποια πράγματα που στην περίπτωση της ζωγραφικής δεν τα έχεις. Στην ζωγραφική ενώ «χτίζεις» το έργο σου, σταδιακά βλέπεις και το αποτέλεσμα, δηλαδή όταν έχεις ρίξει τις τελευταίες πινελιές ή γραμμές έχεις ολοκληρώσει πλέον το έργο σου, ενώ στην χαρακτική πρώτα υπάρχει το σχέδιο όπως και στην ζωγραφική, αποκεί και μετά τα πράγματα αλλάζουν. Οι ιδιαιτερότητες του υλικού που θα δεχθεί την χάραξη και ο τρόπος με τον οποίο θα χαράξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία. Και ερχόμαστε στο τύπωμα της μήτρας, ο τρόπος με το οποίο θα μελανωθεί η μήτρα και η πίεση που θα δεχθεί παίζουν σημαντικό ρόλο. Στην ζωγραφική έχεις ένα θέμα ή μια ιδέα που κατευθείαν την πραγματοποιείς, ενώ στην χαρακτική για να πραγματοποιήσεις αυτήν την ιδέα σου περνάς από τους λαβύρινθους της αναζήτησης και των πειραματισμών αποκομίζοντας διαρκώς γνώση και εμπειρία.

Β. Ιωαννίδης: Η παραγωγή ενός έργου σε πολλαπλά αντίτυπα με την χαρακτική, έστω και σε περιορισμένο αριθμό, προσφέρει μεγαλύτερο κέρδος στον δημιουργό και παράλληλα δίνει την δυνατότητα σε ένα ευρύτερο κοινό να το αγοράσει σε προσιτή τιμή. Το γεγονός αυτό καθιστά την χαρακτική, τουλάχιστον όσον αφορά το οικονομικό σκέλος, μια λαϊκότερη μορφή εικαστικής τέχνης. Ποια η δική σου άποψη και πόσο σημαντικός είναι ο οικονομικός παράγοντας στην επιλογή σου να εκφραστείς με την χαρακτική;

Serhad: Όντως αυτή η ξεχωριστή ιδιαιτερότητα της χαρακτικής, το να είναι σε περισσότερα αντίτυπα και συνάμα να είναι όλα τα αντίτυπα εξίσου πρωτότυπα και γνήσια έργα τέχνης είναι ένα από τα σημαντικά πλεονεκτήματα της χαρακτικής. Αυτή η πολλαπλή παραγωγή είναι και η αιτία της φθηνής τιμής της. Για αυτό η χαρακτική έχει χαρακτηριστεί «η τέχνη που είναι για τους πολλούς» και για τους λιγότερο προνομιούχους. Αυτή η δυνατότητα έκανε την χαρακτική προσιτή και στους λιγότερο εύπορους φιλότεχνους. Επιπλέον το τυπωμένο έργο μπορεί να μεταφερθεί εύκολα και να διαδοθεί, δηλαδή το χαρακτικό έργο ήρθε να καλύψει τις ανάγκες επικοινωνίας του μεγάλου κοινού με την τέχνη.
Αυτές οι ιδιαιτερότητες της χαρακτικής, συνέπεσαν και με τις αριστερές μου καταβολές τότε που ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μαζί της. Όμως στην πορεία μου διαπίστωσα το μεγάλο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα σε αυτά που διαβάζαμε και ονειρευόμασταν και σε αυτά που συνέβαιναν.
Η χαρακτική για μένα έγινε περισσότερο μια τέχνη που μου έδινε συγκεκριμένες εικαστικές λύσεις στις αναζητήσεις μου παρά μια τέχνη για πολιτικές διακηρύξεις. Παρόλα αυτά ένα μέρος της δουλειάς μου είναι πολιτικοποιημένο. Αυτή είναι μια συνειδητή επιλογή που έχει να κάνει με εμένα ως μέλος ενός καταπιεσμένου και καταδιωκόμενου έθνους, μια προσωπική εθελούσια ευθύνη μου απέναντι στα διαδραματιζόμενα και την ιστορία.
Από την άλλη μεριά δεν νομίζω πως είναι πολλοί εκείνοι που κάνουν χαρακτική προκειμένου να κερδίσουν παραπάνω χρήματα από όσο θα κέρδιζαν από την ζωγραφική τους, δεν νομίζω ότι κανείς κερδίζει τόσο χρήματα από την χαρακτική του, εκτός από κάποιους όντως μεγάλους χαράκτες. Αυτή είναι μια επιφανειακή προσέγγιση στην τέχνη της χαρακτικής και παραβλέπει τις βαθύτατες αιτίες που οδήγησαν ακόμα και σπουδαίους ζωγράφους να εκφρασθούν με αυτήν.
Εγώ προσωπικά περιορίζω τα δικαιώματά μου σε κάποια έργα το πολύ στα 20 αντίτυπα και ποτέ δεν τυπώνω σε αυτό το τιράζ, συνήθως τυπώνω 3 με 5 αντίτυπα. Αφού έχει τελειώσει ο κύκλος της έρευνας και αναζήτησης και έχουν τυπωθεί τα πρώτα αντίτυπα, και αφού δεν έχεις δυνατότητα να τα πουλήσεις, το τύπωμα των υπόλοιπων αντιτύπων, μου έρχεται πολύ βαρετή και μη δημιουργική δουλειά και προτιμώ αντί να τυπώσω τα υπόλοιπα και να χάσω τον χρόνο μου, να ξεκινήσω ένα καινούριο έργο.

Β. Ιωαννίδης: Στοιχεία του τρόπου ζωής της ελληνικής πραγματικότητας καθώς και ο ιστορικός και φυσικός χώρος έχουν περάσει στο έργο σου και αν ναι με ποιον τρόπο;


Serhad: Στοιχεία από την ελληνική πραγματικότητα είναι περισσότερο εμφανή στην ζωγραφική μου παρά στην χαρακτική μου. Ακόμα και στα χαρακτικά τοπία προτίμησα να δουλέψω έστω από μνήμης τα τοπία του Κουρδιστάν. Ίσως η προσφυγιά και η στέρηση από ένα ολόκληρο έθνος του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση της ίδιας γης που του ανήκει, να με οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή.
Πρέπει να πω ότι έχω μελετήσει μέχρι ένα βαθμό την νεοελληνική τέχνη και εξίσου την ελληνική χαρακτική. Οι επιρροές από την νεοελληνική τέχνη και γενικά από την δυτικοευρωπαϊκή τέχνη σίγουρα πρέπει να είναι πολλές και θα ήταν καλός και αρκετά χρήσιμος για μένα ο εντοπισμός αυτών των επιρροών από τους κριτικούς της τέχνης.

Β. Ιωαννίδης: Οι κοινωνικοί αγώνες στην πατρίδα σου βρίσκονται πιο κοντά σε προγενέστερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, (κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακή περίοδος, δικτατορία, και πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης). Ένα μεγάλο μέρος του έργου σου είναι συγγενικό (αναφέρομαι στην χαρακτική) με το έργο Ελλήνων χαρακτών και ζωγράφων των περιόδων εκείνων ( Τάσσος, Σεμερτζίδης, Φαρσακίδης, Κατράκη, Σικελιώτης κ.α.). Ποια είναι η δική σου άποψη;

Serhad: Ο πόνος και η συγκίνηση είναι οικουμενικά. Και εμείς οι Κούρδοι ζούμε δυστυχώς ακόμα την κατοχή, την δικτατορία και τον εμφύλιο στη χειρότερη μορφή τους. Η συγγένειά μου με τους προαναφερθέντες αξιόλογους καλλιτέχνες ίσως εμφανίζεται στην πρώτη περίοδο των χαρακτικών μου. Μιλάω για τα χαρακτικά της περιόδου 1988-1996, όπως σήμερα εμφανίζεται μέρος της δουλειάς αυτής και στο δίγλωσσο κατάλογο «Χαρακτική Σερχάτ» που τυπώθηκε με την ευκαιρία της πρώτης μου έκθεσης το 1997. Η αναγλυφοτυπία με την ξυλογραφία και το λινόλεουμ είναι τα κυριότερα εκφραστικά μέσα μου σε αυτήν περίοδο. Νομίζω ότι στην χαρακτική μου μετά το 1998 αυτές οι συγγένειες με τους Έλληνες Χαράκτες γίνονται πιο σπάνιες.

Β. Ιωαννίδης: Να περάσουμε στις τεχνικές της χαρακτικής σου. Είναι εμφανής μια προσπάθεια για διαρκή αναζήτηση, η διερεύνηση και αξιοποίηση των δυνατοτήτων κάθε τεχνικής (οξυγραφία, ξυλογραφία, έγχρωμη ξυλογραφία, λινόλιουμ, έγχρωμο λινόλιουμ, επιζωγραφισμένο λινόλιουμ, χάραξη σε γιασενίτη, μικτές τεχνικές), που παρέχει την ευκαιρία να αποτυπωθούν διαφορετικές υφές και ποιότητες μέσα από μια διεισδυτική και ποικιλότροπη έκφραση. Μίλησέ μας συνοπτικά για τις τεχνικές αυτές πώς τις χρησιμοποιείς και τι επιδιώκεις με την καθεμιά τους;

Serhad: Η χαρακτική μου ξεκίνησε με την αναγλυφοτυπία. Αυτή είναι η παραδοσιακή μορφή της χαρακτικής που εμφανίστηκε από τον 15Ο αιώνα και μετά στην Ευρώπη, προερχόμενη από την Άπω Ανατολή. Αναφέρομαι στη γνωστή μας ξυλογραφία και το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα προστέθηκε και το λινόλεουμ σε αυτήν την τεχνική. Η τέχνη αυτή έχει πολλές εκφραστικές δυνατότητες, η τέχνη και η χειρωνακτική εργασία ενώνονται, καθώς με διάφορα κοπίδια η επιφάνεια του ξύλου ή του λινόλεουμ πρέπει να χαραχθεί. Πρέπει ναι πω ότι αρκετές φορές πειραματίσθηκα και με την ανορθόδοξη μορφή της ξυλογραφίας, δηλαδή τυπώνοντας το ανάγλυφο μέρος, αξιοποίησα το χαραγμένο- βαθύ μέρος ως πρωταρχικό σχέδιο- θέμα.
Παρότι από το 1988 είχα μάθει την τεχνική της οξυγραφίας, μόλις δέκα χρόνια αργότερα απόκτησα την δική μου πρέσα οξυγραφίας, καθώς στην Ελλάδα δεν την έβρισκες. Όταν το 1998 έμαθα ότι ένας μηχανουργός στην Επανωμή κατασκευάζει πρέσες οξυγραφίας, ήμουνα από τους πρώτους που παράγγειλαν μια. Οι γοητευτικές ιδιότητες της οξυγραφίας σου επιτρέπουν να δουλέψεις σε περισσότερες λεπτομέρειες με καλύτερη ανάπτυξη του χώρου και με τονικές διαβαθμίσεις.
Αργότερα στην θέση του μετάλλου και του οξέος, δούλεψα πάνω στο plexiglass. Το πλαστικό γυαλί είναι αρκετά ανθεκτικό και μπορεί να δεχθεί μεγάλη πίεση στη πρέσα για να δώσει με τη σειρά του και με ευγένεια όλη την πληγή που χαράζεται πάνω του.
Από την άλλη πλευρά δούλεψα αρχικά πάνω στο σκληρό και χοντρό χαρτόνι και αργότερα πάνω στο λινόλεουμ και σε πλαστικές επιστρώσεις πατωμάτων την τεχνική της κολλαγραφίας. Σε αυτή την τεχνική γίνεται ταυτόχρονη αξιοποίηση της τεχνικής της αναγλυφοτυπίας και της βαθυτυπίας. Η επιφάνια της μήτρας με κόλλες στερεώνεται και γίνονται βαθυτυπικές χαράξεις και στο τέλος τυπώνεται και η κολλαγραφία στη πρέσα.
Πρέπει να πω πως πολλές φορές συνδυάζω και διαφορικά υλικά και τεχνικές σε ένα έργο και δεν μου λείπουν οι φορές που είτε χρωματίζω το τυπωμένο χαρακτικό είτε ακόμα δουλεύοντας με μικτή τεχνική, με ζωγραφικούς όρους πάνω σε τυπωμένο χαρακτικό. Τα καινούργια και διαφορετικά υλικά στην χαρακτική πάντα με εντυπωσιάζουν και αφήνουν ένα πεδίο εξερεύνησης και πειραματισμού που με γοητεύει.

Β. Ιωαννίδης: Παραστατική η χαρακτική σου, αν και σε πρόσφατες δημιουργίες σου ερωτοτροπείς και με ανεικονικές διατυπώσεις όπου κρατάς ωστόσο κάποιες βασικές σχηματοποιημένες φόρμες, λιγότερο περιγράφει και περισσότερο αναπαριστά αρχετυπικές καταστάσεις και ανθρώπινους τύπους (χωρικούς, υπηρέτες, γερόντισσα, μάνα και παιδί, οικογένεια). Προτάσσονται και αποδίδονται συμβολοποιημένες, με τρόπο λιτό και αδρό, στα γενικά τους χαρακτηριστικά, αφηρημένες έννοιες (σκέψη, ταπείνωση, επίκληση, νίκη, κραυγή, παράπονο). Θα έλεγα πως είναι μια σύγχρονη μετάπλαση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με έμφαση στην ποιότητα, απαλλαγμένου από τον επιδερμικό προπαγανδιστικό ρόλο του και ο οποίος στοχεύει στο ουσιώδες μέσα από από ισχυρά και ευδιάκριτα σύμβολα και λιτά εκφραστικά μέσα. Μίλησέ μας για τον τρόπο σύλληψης και οργάνωσης των έργων. Πρόκειται για την οργάνωση μιας ιδέας που προϋπάρχει της σύλληψης και σιγά- σιγά αναπτύσσεται;

Serhad: Τα έργα στα οποία αναφέρεσαι ανήκουν στην πρώτη περίοδο της δουλειάς μου, δηλαδή εκείνα που ένα μέρος τους βρίσκονται στο κατάλογό μου του 1997. Αυτή η σειρά των έργων είναι ανθρωποκεντρική και μερικά από αυτά έχουν και ένα είδος συμβολισμού. Όσο αφορά στην διατύπωσή σου πως τα έργα μου είναι «μια σύγχρονη μετάπλαση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού» δεν συμφωνώ. Τους τίτλους των έργων στους οποίους αναφέρθηκες, κανείς θα μπορούσε να τους βρει ακόμα και στα έργα της εποχής της Αναγέννησης και μετά, σε πάρα πολλούς καλλιτέχνες. Τα έργα μου δεν προπαγανδίζουν ούτε εξιδανικεύουν κάποια πράγματα και καταστάσεις. Εξάλλου δεν τροφοδοτούνται από στενά ιδεολογικά κλισέ και διακηρύξεις. Είναι άλλο πράγμα η τέχνη σου να έχει στοιχεία του ρεαλισμού και συμβολισμού, να είναι πολιτικοποιημένη και να περιέχει διαμαρτυρία και άλλο είναι να εξυπηρετείς συγκριμένες πολιτικές ιδεολογίες και να προωθείς αυτές τις ιδεολογίες διάμεσου της τέχνης ή και ακόμα να προωθείσαι και να υποστηρίζεσαι από αντίστοιχα καθεστώτα ή κόμματα.
Η διαδικασία της παραγωγής των έργων μου καμιά φορά γίνεται ως εξής: Πάντα κρατώ σημειώσεις σε μορφή μικρών σχεδίων. Αυτά τα σχέδια που πολλές φορές είναι και με χρώμα, είναι πολύτιμο υλικό για μένα. Αργότερα διαλέγω μερικά από αυτά που γίνονται υλικά – ιδέες για να προχωρήσω στην χαρακτική ή στην ζωγραφική μου. Σε αυτήν την πορεία θα δεχθούν τις απαραίτητες αλλαγές και τροποποιήσεις. Στην περίπτωση της χαρακτικής θα το μελετήσω σε συνάρτηση με το υλικό πάνω στο οποίο θα χαραχθεί. Δεν είναι και λίγες οι φορές που από την αρχή δουλεύω πάνω σε μια ιδέα - έργο για το οποίο δεν έχω πρωτύτερα σχέδια και πρέπει να προχωρήσω πρώτα στη σχεδίασή του.
Σε κάθε περίπτωση πριν από την χαρακτική πράξη υπάρχει το σχέδιο, όμως το τελικό τυπωμένο έργο απέχει κάμποσο από το αρχικό σχέδιο, εκτός αν πρόκειται για προσωπογραφίες. Από την άλλη πλευρά αφού ολοκληρώσω το έργο ή μια σειρά έργων, όταν έρχεται η ώρα της παρουσίασης πολλές φορές τότε κάθομαι και δίνω τον τίτλο.

Β. Ιωαννίδης: Κάποια μοτίβα καθώς και στοιχεία υφολογικά επανέρχονται συχνά στα έργα σου: Ο ήλιος, τα πουλιά, τα δέντρα, το χέρι, το συρματόπλεγμα, πρόσωπα ανθρώπινων τύπων με πλεγματοειδή μορφή, είναι ορισμένα από αυτά. Ποια ανάγκη οδηγεί στα συγκεκριμένα μοτίβα, πώς επιλέγονται, τι συμβολίζουν και πού στοχεύουν;

Serhad: Πέρα από την προσωπική γραφή μου, μερικά μοτίβα είναι οικουμενικά και κάποια αλλά έχουν να κάνουν με την κουρδική παράδοση και τον πολιτισμό, καμιά φορά και με τα δυο. Πολλά από αυτά τα στοιχεία μπορεί να συμβολίζουν ή να υπαινίσσονται περισσότερα από ένα πράγμα. Ο ήλιος π.χ. μπορεί να συμβολίζει σε παγκόσμιο επίπεδο το φως και την ελευθερία, όμως έχει να κάνει και με την κουρδική παράδοση και τον πολιτισμό: Συμβολίζει το καλό και αγαθό ενάντια στο σκοτάδι και το κακό στον αρχαίο Ζωροαστρισμό τα οποία οι Κούρδοι διατηρούν ακόμα και σήμερα στον πολιτισμό τους και επιπλέον εδώ και κοντά έναν αιώνα στολίζει το κέντρο της κουρδικής σημαίας.
Οι γερανοί για παράδειγμα είναι τα πουλιά - αγγελιοφόροι του ερχομού της Άνοιξης. Αυτά τα όμορφα πουλιά που ερωτοτροπούν χορεύοντας, στην περίπτωση του τυφλού « Κούρδου Όμηρου» Evdalê Zeynê- όπως τον αποκαλεί ο κουρδικής καταγωγής μεγάλος συγγραφέας της τουρκικής γλώσσας Yaşar Kemal-ο γερανός με σπασμένο φτερό γίνεται σύμβολο της στέρησης και του χτυπήματος από την «μοίρα». Η διαμαρτυρία και ανυπακοή για την μαύρη «μοίρα» του μεγάλου λυρικού ποιητή και τραγουδοποιού της κουρδικής γλώσσας E. Zeynê, θα επουλώσει τις πληγές του γερανού και θα φέρει το φως στα μάτια του.
Τα δέντρα μπορεί να συμβολίζουν και την ζωή και την υπερηφάνεια, άλλα ταυτόχρονα στα έργα μου μπορεί με τα κλαδιά τους να αιχμαλωτίσουν και τους γερανούς.
Όπως φαίνεται από αυτά τα παραδείγματα, αντλώ ένα μεγάλο μέρος των εφοδίων μου από τον κουρδικό πολιτισμό. Είμαι και εγώ σαν ένα δέντρο που οι ρίζες του βρίσκονται στο Κουρδιστάν, ο κορμός και τα κλαδιά βρίσκονται εδώ στην Ευρώπη και οι καρποί είναι τα έργα μου.

Β. Ιωαννίδης: Υπάρχουν τίτλοι έργων σου που κατονομάζουν πρόσωπα ή περιοχές (Σοσίν, Ισμαήλ Μπεσίκτσι, Χελέπτσε, Ζοζαν και Χεζαλ, Σαλίχε). Ποια η σημασία τους;

Serhad: Πολλά μου ζητάς, αλλά πρέπει αυτά να ειπωθούν. Μερικά από αυτά τα ονόματα έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα άτομα ή περιοχές και άλλα είναι απλώς κάποια κουρδικά ονόματα. Η Sosın, Zozan και Xezal για παράδειγμα είναι τρία γυναικεία ονόματα. Η Sosın είναι ένα άγριο βολβοειδές λουλούδι ένα είδος iris και lilium στα λατινικά (είναι και το όνομα της τετράχρονης κόρης μου) και η Xezal είναι η Ελαφίνα, αυτά είναι δυο παραδοσιακά ονόματα. Η Zozan είναι ένα σύγχρονο όνομα που στα νεοελληνικά δεν μπόρεσα να βρω τη μετάφρασή του αλλά στα ποντιακά θα ήταν η Παρχαρίνα.
Ο İsmail Beşikçi είναι ένας Τούρκος κοινωνιολόγος. Ως επιστήμονας έπραξε το αυτονόητο, έγραψε ότι το Κουρδιστάν βρίσκεται υπό την κατοχή της Τουρκίας, Ιράν, Ιράκ και της Συρίας και οι Κούρδοι ως ένα ξεχωριστό έθνος στερούνται από όλα τα εθνικά και δημοκρατικά δικαιώματά τους. Ο İ. Beşikçi για αυτές τις απόψεις του εκδιώχθηκε από το πανεπιστήμιο όπου δίδασκε, καταδόθηκε από συναδέλφους του και καταδικάστηκε σε πολυετή ποινή και έμεινε πάνω από 15 χρόνια σε τουρκικές φυλακές. Ακόμη και σήμερα που η Τουρκία χτυπά την πόρτα της Ευρώπης, όλα τα βιβλία του İ. Beşikçi (που είναι πάνω από 20) είναι απαγορευμένα. Η φιλοτέχνηση μερικών χαρακτικών για τον İ. Beşikçi ήταν ένας φόρος τιμής σε αυτόν .
Η Salihe είναι μητέρα του μεγάλου Κούρδου αγωνιστή Mehmet Şener που ήταν από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του P.K.K.. Στις πιο άγριες εποχές της τουρκικής χούντας ο M. Şener ως πολιτικός κρατούμενος ήταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων των κρατουμένων στις φυλακές του Diyarbekır του Κουρδιστάν. Στην εποχή που οι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές ως έσχατο μέσο αγώνων τους έκαναν απεργία θανάτου, δηλαδή άρνηση κάθε τροφής και νερού καθώς και ιατρικής περίθαλψης, η Salihe πρωτοστατώντας με άλλες μητέρες των κρατουμένων, ως ένδειξη διαμαρτυρίας αυτοπυρπολήθηκε στην κεντρική πλατεία του Diyarbekır και σώθηκε με βαριά εγκαύματα.
Εγώ λίγο μετά το συμβάν αυτό χάραξα την μορφή της, αλλά η ιστορία έχει και συνέχεια. Μετά από πολύχρονη φυλάκιση του, ο M. Şener αφέθηκε ελεύθερος από τους Τούρκους και για να συνεχίσει τους αγώνες του κατέφθασε κοντά στον Αbdullah Öcalan στην Συρία. Εκεί ήρθε σε πολιτική διαφωνία με τον ηγέτη του κόμματος και έπειτα με σταλινικές μεθόδους με εντολή του Α. Öcalan δολοφονήθηκε! Η Salihe ως μάνα και αγωνίστρια σήμερα είναι μια τραγική μορφή που μας υπενθυμίζει διαρκώς τις αιτίες του αδιεξόδου του κουρδικού αγώνα.
Η Halebçe είναι το όνομα της πόλης που το 1988, μετά την απελευθέρωσή της από τους Κούρδους αντάρτες Pêşmerge, βομβαρδίσθηκε ως αντίποινα επί τρεις μέρες από τον στρατό του Σαντάμ Χουσεϊν με χημικά όπλα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πάνω από 5.000 άμαχοι και να τραυματιστούν δεκάδες χιλιάδες.

Β. Ιωαννίδης: Πέρα από τις κοινωνικές αναφορές υπάρχουν στην χαρακτική σου στοιχεία που να αφορούν την παράδοση και την ιστορία του τόπου σου και αν ναι ποια είναι αυτά;

Serhad: Στα έργα μου κανείς μπορεί να βρει στοιχεία από την κουρδική αρχιτεκτονική και χαρακτηριστικά τοπία του Κουρδιστάν, χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ζουν εκεί, στοιχεία εμπνευσμένα από την κουρδική μυθολογία, την ιστορία, την ποίηση και την μουσική και πάρα πολλά άλλα στοιχεία που συσχετίζονται με τους Κούρδους και το Κουρδιστάν.

Β. Ιωαννίδης: Θεματολογικά αλλά και μορφολογικά-υφολογικά το έργο συγκροτείται από τρεις ενότητες. Ανθρωποκεντρική η πρώτη με έκδηλο κοινωνικό και αγωνιστικό περιεχόμενο, με αδρή διατύπωση, επικό και δραματικό χαρακτήρα. Η δεύτερη ενότητα αφορά τοπιογραφικές προσεγγίσεις κυρίως της υπαίθρου, κάποτε με σκηνές από την ζωή των ανθρώπων της, συχνά με ισχυρές συμβολοποιήσεις, με λεπτεπίλεπτη απόδοση και χαρακτήρα λυρικό και νοσταλγικό. Η τρίτη τέλος και η πιο πρόσφατη χρονολογικά πειραματίζεται και ρέπει όλο και περισσότερο προς την ανεικονική έκφραση, με κάποιες ωστόσο σχηματοποιημένες φόρμες-κλειδιά που σηματοδοτούν καθορισμένες καταστάσεις και έννοιες.
Πρόκειται για χαρακτική με αφαιρετικό λυρισμό, έμφαση στην πλαστικότητα, στην διαφάνεια και φωτεινότητα, στην αποδραματικοποίηση και στην ονειρική διατύπωση. Στα έργα αυτά είναι έκδηλη η επίδραση από την χαρακτική του δασκάλου στη Σχολή Ξενή Σαχίνη, παρόλα αυτά το προσωπικό στίγμα παραμένει, δεν αλλοιώνεται και είναι ευανάγνωστο. Μίλησέ μας για τις ενότητες αυτές, το πέρασμα από την μια ενότητα στην άλλη και την μεταξύ τους σύνδεση.


Serhad: Σε γενικές γραμμές συμφωνώ με την διατύπωσή σου, αν και θα ήθελα να αναφερόσουν σε ποια συγκεκριμένα έργα υπάρχει αυτή η επίδραση από τον δάσκαλό μου στη Σχολή Ξενή Σαχίνη.
Δεν υπάρχουν σαφή όρια ανάμεσα στην μια ενότητα και στην άλλη, μπορώ να πω πως υπάρχουν κάποια θέματα που οριζοντίως διαπερνούν όλες τις περιόδους της δημιουργίας μου όπως είναι οι μορφές των ανθρώπων και τα τοπία. Από την άλλη μεριά αυτές οι ενότητες έχουν να κάνουν και με τις διαφορετικές τεχνικές που χρησιμοποίησα κάθε τόσο. Στην δουλειά μου κάποια θέματα ευδοκιμούν νομίζω πιο καλά σε συγκεκριμένες τεχνικές.

Μάιος του 2008.
* Ο Βασίλης Ιωαννίδης είναι ζωγράφος και λογοτέχνης.